Βρέθηκε το λήμμα
ανάπλαγα (επίρρ.)
  • Μακριά (προς την πλαγιά)

    • Φρ: Πήρι τ' ανάπλαγα τ' = Έφυγε χωρίς να ξέρει που να πάει και που να σταθεί. Όπου φύγει φύγει!(από φόβο ή από ντροπή)