Βρέθηκε το λήμμα
ναμκιόρ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. nankör

  • Γρουσούζης, αχάριστος (ναμκιόρ'σα, ναμκιόρ'κου)

Σχετικές λέξεις
αναμ'κιόρ'ς (ι)