Βρέθηκε το λήμμα
αμπούργκ'στους (ι)
  • μτφ. ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος. Άκαμπτος, δεν παίρνει από λόγια

    • -Αμπούργκ'στου τσιφάλ' = αγύριστο κεφάλι