Ετυμολογία: τουρκ. eksik = έλλειψη, (μτφ. βλάκας)
shareΆτομο μειωμένης αντίληξης (λειψός)
Φεύγει ένα βάρος, μια έγνοια από πάνω μου
Ειδικό πριόνι των μαραγκών για να δημιουργούν σχέδια πάνω σε έπιπλα (καναπέδες κ.τ.λ.)
Τσαχπίνεψε, πήρε θάρρος, πήρε αέρα
Ο χωρίς καπίστρι, ελεύθερος (για ζώα)
μτφ. (για ανθρώπους) χωρίς έλεγχο
Ξεκόλλημα
μτφ. τέλος επίσκεψης.
Κίτρινα κρινάκια που ανθίζουν το φθινόπωρο στα χωράφια. Λέγονται «ξικουμπίτις» γιατί είναι η εποχή των «σ'νουπαρτών» στο χωριό μας. Ξικουμπίζουν δηλαδή από τον κάμπο στο χειμερινό χωριό.
Ετυμολογία: ξε + λάκκος
shareΑνοίγω λάκκο γύρω από τον κορμό του δένδρου, για να διευκολύνω την απορρόφηση του νερού
Βλέπω μετά από καιρό αγαπημένα πρόσωπα, μου φεύγει η λαχτάρα που είχα να τα δω
Εξελιγμένος, μοντέρνος
Δουλεύω τη γης με το λιζγάρι (γεωργικό εργαλείο), αφαιρώ από τη ρίζα παρασιτικά φυτά
Ετυμολογία: ξε + ματ + ίζω
shareΚόβω (βγάζω) με το μαχαίρι το μέρος του ξηρού φλοιού του κουκιού απ' το οποίο θα ξεπετάξει το φύτρο: μοιάζει με μάτι, από όπου και η ονομασία
Καταπονώ τη μέση μου, κουράζομαι υπερβολικά
Χάνω τα λογικά μου
Βάζω κάποιον απέναντι σε άλλον, φέρνω σε αντιπαράσταση, εκθέτω, φανερώνω ξαφνικά