ξιγιννώ
  • Βοηθώ μια έγκυο να γεννήσει

ξιγιώνου

Ετυμολογία: ξε + αρχ. ιόω (= σκουριάζω)

  • Ξεσκουριάζω

ξίγκ'κους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. eksik = έλλειψη

  • Λειψός, που του λείπει βάρος

Επίσης:
ξιγκ'ντώ
  • Σπρώχνω, ταρακουνώ

ξίγκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. eksik = έλλειψη, (μτφ. βλάκας)

  • Άτομο μειωμένης αντίληξης (λειψός)

ξίγκλα (η) Βλέπε:
ξιγκντιά (η) Βλέπε:
ξιγλασπώνου
  • Ελευθερώνω, αποδεσμεύω

    • -Τίλια τα κατάφιρις τσι ξιγλάσπουσις
ξιγλιθ'μώ
  • Συνεφέρω κάποιον απ' τη λιποθυμία

ξιγουμαριάζουμι
  • Φεύγει ένα βάρος, μια έγνοια από πάνω μου

    • -Καλά που μ' τούπις! Ξιγουμαριάσκα, τσι τούχα μια έννοια!
ξιγυρστάρ' (του)
  • Ειδικό πριόνι των μαραγκών για να δημιουργούν σχέδια πάνω σε έπιπλα (καναπέδες κ.τ.λ.)

ξιδιαλέγου
  • μτφ. κερδίζω, ωφελούμαι

    • -Τι ξιδιάλιξις δανά που τ'ς τούπις του μυστικό;
ξιζαβίζου
  • Ξεστραβώνω, ξεζαλίζομαι, ξεμουδιάζω

ξιθ'λυκώνου
  • Ξεκουμπώνω το ρούχο ή άλλο σχετικό

    • -Ξιθ'λύκουσι κη τσάντα σ' μουρό μ'!
ξικάλ'νι
  • Τσαχπίνεψε, πήρε θάρρος, πήρε αέρα

    • -Πουλύ ξικάλ'νι του κλαδί σ'. Κάτσι καλά γιακί α τ'ς μαζέψ'ς = θα φας ξύλο
ξικαλμένους (ι)
  • Ξιπασμένος, αυτός που πήρε θάρρος

ξικαλνιάρκου (του)
  • Το ξιπασμένο παιδί, αυτό που πήρε θάρρος

ξικαλτσιέβου
  • Κατεβαίνω από το ζώο

ξικαπίστρουτους (ι)
  1. Ο χωρίς καπίστρι, ελεύθερος (για ζώα)

  2. μτφ. (για ανθρώπους) χωρίς έλεγχο

    • -Τουν αφήσας ξικαπίστρουτου = ελεύθερο, χωρίς έλεγχο
ξικατνιάσκα
  • Έβγαλα την πλάτη μου από την κούραση ή απ' το βάρος που σήκωσα.

ξικατουριέμι
  • Έχω έντονη τάση να ουρήσω

ξικουκλώνου
  • Ξεκουκουλώνω, αποκαλύπτω

ξικουλιάζουμι
  • Ξεθεώνομαι στη δουλειά, μου βγαίνει ο πάτος

ξικουλλ'μός (ι)
  1. Ξεκόλλημα

  2. μτφ. τέλος επίσκεψης.

    • -Τσι θρουνιαζόντι τσι ξικουλλ'μό έν έχ' (δεν έχουν).
ξικουλώνου
  • Κουράζω κάποιον πολύ

    • -Τουν ξικώλουσι σκη δ'λειά!
ξικουλώνουμι
  • Κουράζομαι πολύ

    • -Ξικουλώθτσι σκη δ'λειά
ξικουμπίτις (οι)
  • Κίτρινα κρινάκια που ανθίζουν το φθινόπωρο στα χωράφια. Λέγονται «ξικουμπίτις» γιατί είναι η εποχή των «σ'νουπαρτών» στο χωριό μας. Ξικουμπίζουν δηλαδή από τον κάμπο στο χειμερινό χωριό.

ξικουτιασμένους (ι)
  • Ο ξεμωραμένος, ο αποβλακωμένος

ξιλ'μένους (ι)
  • Ο ελεύθερος, ο μη δεμένος

ξιλ'τός (ι)
  • Ο ελεύθερος, ο μη δεμένος

ξιλαγιάζου
  • Τρέπω τις κότες ή τα πουλιά σε φυγή (γενικά τα ζώα)

ξιλακκιάζου

Ετυμολογία: ξε + λάκκος

  • Ανοίγω λάκκο γύρω από τον κορμό του δένδρου, για να διευκολύνω την απορρόφηση του νερού

ξιλαχταρίζου
  • Βλέπω μετά από καιρό αγαπημένα πρόσωπα, μου φεύγει η λαχτάρα που είχα να τα δω

    • -Ξιλαχτάρσα κουμμάκ' τα μουρέλια μ'
ξιλιγμένους (ι)
  • Εξελιγμένος, μοντέρνος

    • -Για κοίταξι μπε κόσμι τσι γι Γιάνν'ς, του ζο, γίντσι ξιλιγμένους. Ε θ'μάτι που ίσαμ προυχτές έτρουγι ούλου κ'τσιά, τσι τα ρούχα τ' ήντου χιλιουμπαλουμένα
ξιλιζγώνου
  • Δουλεύω τη γης με το λιζγάρι (γεωργικό εργαλείο), αφαιρώ από τη ρίζα παρασιτικά φυτά

    • - Ξιλιζγώναμι ένα πιρβουλέλ' μι του πιθιρό μ'
ξιλουχιάζου
  • Βγάζω φλόγες (για τζάκια, φωτιά)

ξιλώ
  • Λύνω, ελευθερώνω κάποιον

ξιμ'τώ

Ετυμολογία: ξε + μύτη + ίζω

  • Ξεμυτίζω = ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι

ξιμαμλίζου
  • Έχω κάτι στο στόμα και το μασώ

    • -Η γριά ξιμάμλιζι του λουκούμ'!
ξιματώ

Ετυμολογία: ξε + ματ + ίζω

  • Κόβω (βγάζω) με το μαχαίρι το μέρος του ξηρού φλοιού του κουκιού απ' το οποίο θα ξεπετάξει το φύτρο: μοιάζει με μάτι, από όπου και η ονομασία

ξιμιρδίζου
  • Κατασπαράσσω, ξεσκίζω

    • -Άμα σι πιάσου, α σι ξιμιρδίσου βρε κιαρατά
ξιμισιάζουμι
  • Καταπονώ τη μέση μου, κουράζομαι υπερβολικά

    • -Ξιμισιάσκα! = π.χ. μου «βγήκε» η μέση από κάποιο βάρος που σήκωσα.
ξιμουραίνουμι
  • Χάνω τα λογικά μου

    • -Έ γκη βλέπ'ς, ξιμουράθτσι τιμιλί! = έχασε τελείως τα λογικά της
ξιμπλουτό (του) Βλέπε:
ξιμπουσ'κάρου

Ετυμολογία: τουρκ. boş = χαλαρός

  • Χαλαρώνω κάτι

ξιμπουσαγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. boş = χαλαρός

  • Λασκάρω

    • -Ξιμπουσαγκίζου του ζουνάρι μ'
ξιμπρουβαίρνου
  • Ξεπροβάλλω

ξιμπρουστιάζου
  • Βάζω κάποιον απέναντι σε άλλον, φέρνω σε αντιπαράσταση, εκθέτω, φανερώνω ξαφνικά

ξιμυστηρεύγουμι
  • Φανερώνω το μυστικό μου, εξομολογούμαι

ξιν'κός
  • Από ξένο μέρος