Βρέθηκε το λήμμα
ξικάλ'νι
  • Τσαχπίνεψε, πήρε θάρρος, πήρε αέρα

    • -Πουλύ ξικάλ'νι του κλαδί σ'. Κάτσι καλά γιακί α τ'ς μαζέψ'ς = θα φας ξύλο