Βρέθηκε το λήμμα
ξικουλλ'μός (ι)
  1. Ξεκόλλημα

  2. μτφ. τέλος επίσκεψης.

    • -Τσι θρουνιαζόντι τσι ξικουλλ'μό έν έχ' (δεν έχουν).