Ετυμολογία: ξερός + τρόχαλος < αρχ. επίθ. τροχαλός (= λίθος που έγινε στρογγυλός από το νερό)
shareΤοίχος πρόχειρα χτισμένος (συνήθως λιθοδομή, χωρίς τσιμέντο, λάσπη κ.τ.λ.)
Διώχνω τον καπνό
Ξεθολώνει το μυαλό μου
Παραβγαίνω, συναγωνίζομαι
Αντιγράφω σχέδιο (π.χ. κεντήματος)
Παροτρύνω κάποιον να κάνει κάτι
Τακτοποιώ, ετοιμάζω, περιποιούμαι
Βγάζω τους σπόρους
μτφ. αδυνατίζω, χάνω δυνάμεις, γερνώ
Τα αποτελέσματα που θα έχει (καλά ή κακά)
Τεχνικός όρος των τσαγκαράδων. Αφού τοποθετήσω τη σόλα του παπουτσιού, την καθαρίζω και τη γυαλίζω με ειδικό ξύλινο εργαλείο. Γίνεται για το τελείωμα του παπουτσιού.
Ειδικό παραγάδι για το ψάρεμα ξιφία. Η «μάννα» του παραγαδιού έχει μήκος 1000 μέτρα και ανά 50 μέτρα περίπου κρέμεται ένα αγκίστρι. Οι ψαράδες φουντάρουν τα ξιφουπαράγαδα για να μην παρασύρονται από τους ξιφίες
Φτιάχνω το φιτίλι στο λυχνάρι ή στο φανάρι (καθαρίζω το καμένο μέρος)
Καθαρίζω τα αυτιά μου από την κυψελίδα.