Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ξε + μύτη + ίζω
Ξεμυτίζω = ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι