Βρέθηκε το λήμμα
ξικαπίστρουτους (ι)
  1. Ο χωρίς καπίστρι, ελεύθερος (για ζώα)

  2. μτφ. (για ανθρώπους) χωρίς έλεγχο

    • -Τουν αφήσας ξικαπίστρουτου = ελεύθερο, χωρίς έλεγχο