Ετυμολογία: ξι + χάλαρο (= χάλασμα, ερείπιο) + ώνω (κατάλ.)
shareΒγάζω τις πέτρες και τα χώματα από ένα μέρος
Οδυρμός και κλάματα, μεγάλη θλίψη
Ο νεκρός που κηδεύεται (τον βγάζουν από το σπίτι)
Ετυμολογία: μσν. εξόμπλιον, υποκορ. του μτγν. έξομπλον
shareΣχέδιο, ζωγραφιά, διακοσμητικό σχέδιο
Ζωγραφίζω, σχεδιάζω
μτφ. κουτσομπολεύω, κακολογώ
Κάνω, ασχολούμαι με κάτι -Τι ξουρθών'ς; = με τι ασχολείσαι;
Επιδιώκω να πετύχω μια δουλειά, διεκπεραιώνω, κατορθώνω, καταφέρνω
Μένω ακυβέρνητος με σκάφος (π.χ. όταν η βάρκα μου, λόγω κακοκαιρίας, απομακρύνεται, παρά τη θέλησή μου, από τον τόπο προορισμού μου π.χ. από το λιμάνι).
Ετυμολογία: από το επίθ. οξύ + ούγγλα < λατιν. ungula = νύχι, οπλή αλόγου
shareΕξάρτημα αργαλειού. Σιδερένια βέργα που αποτελείται από 2 μέρη τα οποία ενώνονται μεταξύ τους με ένα κρίκο και που το καθένα έχει στο κάθε του άκρο 3 μικρές προεξωχές-δόντια και χρησιμοποιείται για το τέντωμα του πανιού κατά την ύφανσή του στον αργαλειό
Φαγούρα