Ετυμολογία: από το επίθ. οξύ + ούγγλα < λατιν. ungula = νύχι, οπλή αλόγου
Εξάρτημα αργαλειού. Σιδερένια βέργα που αποτελείται από 2 μέρη τα οποία ενώνονται μεταξύ τους με ένα κρίκο και που το καθένα έχει στο κάθε του άκρο 3 μικρές προεξωχές-δόντια και χρησιμοποιείται για το τέντωμα του πανιού κατά την ύφανσή του στον αργαλειό