Ετυμολογία: ξύλο + αρχ. άρμενον (= πανί του πλοίου)
shareΕπίθ. που αναφέρεται σε ιστιοφόρο που πλέει με μαζεμένα τα πανιά σε περίπτωση καταιγίδας
μτφ. άνθρωπος που αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες στη ζωή χωρίς να μπορεί να αντιδράσει
Ετυμολογία: ξύλο + πρόκα
shareΞύλινο μικρό καρφί που χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες για να καρφώσουν το δέρμα πάνω στον πάτο του παπουτσιού. Στη συνέχεια έραβαν πάνω στον πάτο το σολόδερμα
Είδος μεταφορικού μέσου που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές για να μεταφέρουν πέτρες, χώματα κ.τ.λ. (πλαίσιο από σανίδια καρφωμένα σε καντρόνια με δύο χέρια από τη μια πλευρά και δύο από την άλλη. Μεταφερόταν από δύο ή περισσότερα άτομα). Αντικαθιστούσε το γαϊδούρι από όπου πήρε και το όνομά του.
Αυτός που τα έχει χάσει, ο χαζός, ο βλάκας, ο αφηρημένος
Σιδερένια λίμα τσαγκάρηδων για να «τρώνε» τις ξύλινες πρόκες που περνούσαν μέσα στο παπούτσι
Εργαλείο ξυλουργών που τρίβει (τρώει) το ξύλο.
Εργαλείο του αργαλειού με δύο οριζόντια ξύλα, με αυλακιές, που μέσα τους προσαρμόζεται και κλειδώνει το χτένι, με το οποίο χτυπιέται το υφάδι.
Ξελογιάζομαι, χαζεύω, αφαιρούμαι
Κάνω κάτι για να περνώ την ώρα μου
Κάνω μορφασμό που φανερώνει δυσαρέσκεια, δυσφορία
Ξινός
Ο φαντασμένος, ο ψηλομύτης, ο επιδειξιμανής, ο μεγαλομανής, ο υπερόπτης, ο μυγιάγγιχτος.
Ετυμολογία: ξε (επιτακτικό ρημάτων) + αδειάζω < αρχ. άδεια (= ελευθερία)
shareΒρίσκω ελεύθερο χρόνο
Ανοίγω την καρδιά μου, παίρνω θάρρος
Παίρνω τολμηρές οικονομικές αποφάσεις
Τελικά να κάνεις εκείνο που ξέρεις και πιστεύεις για σωστό, παρά τα λόγια των άλλων, που πάντως πρέπει να τα λαμβάνεις υπόψη σου
Ετυμολογία: ξερός + ακας (κατάλ. Μεγεθ) > ξέρακας
shareΆγονο χωράφι
Το ξερό κλαδί του δένδρου ή και ολόκληρο δέντρο
Βγάζω τη γάνα που εμφανίζεται σαν λευκό επίχρισμα στη γλώσσα, από δίψα ή αρρώστια, διώχνω την πίκρα απ' το στόμα μου.
Αποξενώνομαι από συγγενείς