ξ'δουστύμπουμα (του)
  • Στούπωμα μπουκαλιού με ξύδι

ξ'λάγγουρου (του)

Ετυμολογία: ξύλο + αγγούρι

  1. Ο καρπός της ξυλαγγουριάς

  2. Το άγουρο πεπόνι

ξ'λάρμινους (ι)

Ετυμολογία: ξύλο + αρχ. άρμενον (= πανί του πλοίου)

  1. Επίθ. που αναφέρεται σε ιστιοφόρο που πλέει με μαζεμένα τα πανιά σε περίπτωση καταιγίδας

  2. μτφ. άνθρωπος που αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες στη ζωή χωρίς να μπορεί να αντιδράσει

ξ'λόμπρικα (η)

Ετυμολογία: ξύλο + πρόκα

  • Ξύλινο μικρό καρφί που χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες για να καρφώσουν το δέρμα πάνω στον πάτο του παπουτσιού. Στη συνέχεια έραβαν πάνω στον πάτο το σολόδερμα

Επίσης:
ξ'λόπρουκα Βλέπε:
ξ'λουγαϊδάρα (η)
  • Είδος μεταφορικού μέσου που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές για να μεταφέρουν πέτρες, χώματα κ.τ.λ. (πλαίσιο από σανίδια καρφωμένα σε καντρόνια με δύο χέρια από τη μια πλευρά και δύο από την άλλη. Μεταφερόταν από δύο ή περισσότερα άτομα). Αντικαθιστούσε το γαϊδούρι από όπου πήρε και το όνομά του.

ξ'λουκάν'ς
  • Μακρυπόδης

ξ'λουμάδα (η)
  • Χαζομάρα, βλακεία, ανοησία

    • -Ε μπουρώ ν' ακούγου ξ'λουμάδις
ξ'λουμένους (ι)
  • Αυτός που τα έχει χάσει, ο χαζός, ο βλάκας, ο αφηρημένος

    • -Ντα είνι τούτα μπε τα ξ'λουμένα π' λέγ'ς; = τα ανόητα, χωρίς νόημα και συνοχή λόγια
ξ'λουφάς (ι)
  1. Σιδερένια λίμα τσαγκάρηδων για να «τρώνε» τις ξύλινες πρόκες που περνούσαν μέσα στο παπούτσι

  2. Εργαλείο ξυλουργών που τρίβει (τρώει) το ξύλο.

ξ'λόχτινου (του)
  • Εργαλείο του αργαλειού με δύο οριζόντια ξύλα, με αυλακιές, που μέσα τους προσαρμόζεται και κλειδώνει το χτένι, με το οποίο χτυπιέται το υφάδι.

ξ'λώνου
  • Ξηλώνω, κόβω τις ραφές ραμμένου ενδύματος

ξ'λώνουμι
  1. Ξελογιάζομαι, χαζεύω, αφαιρούμαι

  2. Κάνω κάτι για να περνώ την ώρα μου

    • -Άιντι μουρά μ' πουρπατούτι τσι μη ξ'λουνώστι τσ' έχουμι πουλύ δρόμου ακόμα

    • -Ξ'λώθ'κα μι τ'ς δ'λειές τσι τόκαψα του φαγί πούχα πα σκ' φουκιά

    • -Έβαλα ένα μπαχτσιδέλ' για να ξ'λώνουμι
ξ'νάδις (οι)
  • Ανοστιές, ανοησίες

    • -Άσι φτες τσι ξ'νάδις
ξ'νίζου
  • Ξινίζω

ξ'νίζου τα μούτρα μ'
  • Κάνω μορφασμό που φανερώνει δυσαρέσκεια, δυσφορία

    • -Ξίνσι τα μούτρα τ' τσι εν είπι κίπουτα
ξ'νίθρα (η)
  • Ξινό φαγώσιμο άγριο χόρτο του βουνού Τρώγεται και ωμό ή μπαίνει λίγο στη σαλάτα.

ξ'νόγαλου (του)
  • Είδος γιαουρτιού

ξ'νόμπουφους (ι)
  • Ο στρυφνός

ξ'νός (ι)
  • Ξινός

    • -Πρώτα τρατάρζι η ν'κουτσυαρά ρακί τσι καραμέλις απ' τσι ξ'νές

    • -ξ'νό μπαρούτ = για κάτι πολύ ξινό
ξ'πάδα (η)
  • Τρομάρα

ξ'πασμένους (ι)
  • Ο φαντασμένος, ο ψηλομύτης, ο επιδειξιμανής, ο μεγαλομανής, ο υπερόπτης, ο μυγιάγγιχτος.

    • -Είνι φκή μια ξ'πασμέν'!

    • -Ξ'πασμένα λόγια!

    • -Άι ξ'πασμέν', μη λές πως πόνισις, ούτι σ' άγγ'ξα!
ξ'πώ
  • Τρομάζω, ξαφνιάζομαι

    • -Ξίσπασι του μ'λαρ = τρόμαξε
Ξ'στός (ι)
  • Χριστός

    • -Ξ'στός τσι παναγιά!
ξ'τιανός (ι)
  • Ο χριστιανός

    • -Εμ' τσι σύ μπρε ξ'τιανέ μ' ντα τούθιλις του βόδ;
ξ'τούγιννα (τα)
  • Χριστούγεννα

ξαγέρ (του)
  1. Ξαφνική, μεγάλη χαρά

    • -Ξαγέρ σούρθι
  2. Ξέφωτο

    • -Έιδου είνι ξαγέρκου.
ξαδειάζου

Ετυμολογία: ξε (επιτακτικό ρημάτων) + αδειάζω < αρχ. άδεια (= ελευθερία)

  • Βρίσκω ελεύθερο χρόνο

ξαμουλαίρνου

Ετυμολογία: μσν. Αμολάρω

  • Αφήνω ελεύθερο κάτι ζωντανό

ξανανταλντίζου
  • Τσαλαβουτώ ξανά, τολμώ ξανά, επιχειρώ ξανά.

ξανάντιντιμ (επίρρ.)
  • Ξανά απ' την αρχή

ξανατσ'λώ
  1. Αρρωσταίνω πάλι ύστερα από ανάρρωση,

  2. Ξανακυλάω

ξανισαίνου
  • Ανασαίνω, παίρνω μια ανάσα

    • -Ξανισάναμι = ανασάναμε, πήραμε μια ανάσα
ξανοίγου
  1. Ανοίγω διάπλατα

  2. Διακρίνω από μακριά

    • -Ξάνξι για καλά γι ουρανός = άνοιξε-καθάρισε
ξανοίγουμι
  1. Ανοίγω την καρδιά μου, παίρνω θάρρος

  2. Παίρνω τολμηρές οικονομικές αποφάσεις

    • -Φτός ξανοίγιτι πουλύ μι τ'ς δ'λειές που κάν'!
ξαπλανταρώνου
  • Ξαπλώνω νωχελικά με την πλάτη προς το έδαφος

ξαρρουστκό (του)
  • Φάρμακο, γιατρικό

ξέβαθα (επίρρ.)
  • Ρηχά

ξεγαλίζου
  • Βγάζω το γάλα από τα βυζιά των προβάτων για να μη χαλάσουν

ξένα λόγια άκγι τσ' απ' κ' βουλή σ' μη βγαίν'ς
  • Τελικά να κάνεις εκείνο που ξέρεις και πιστεύεις για σωστό, παρά τα λόγια των άλλων, που πάντως πρέπει να τα λαμβάνεις υπόψη σου

ξένου νου
  • Στη φράση:

    • -Φτος έχ' ξένου νου = Είναι ερωτευμένος με άλλη
ξέραγκας (ι)

Ετυμολογία: ξερός + ακας (κατάλ. Μεγεθ) > ξέρακας

  1. Άγονο χωράφι

  2. Το ξερό κλαδί του δένδρου ή και ολόκληρο δέντρο

ξέρασμα (του)
  1. Εμετός

  2. μτφ. κακομούτσουνο άτομο

    • -Άι μπε, ένα ξέρασμα είνι τούτους γι άθρουπους
ξέφτσιασμα (του)
  • Οι φουσκάλες στα χείλη (λόγω κρυολογήματος κ.τ.λ.)

ξηνταέξ' (του)
  • Παιχνίδι τράπουλας

ξιβαστσαίνου
  • Απαλλάσσω κάποιον από τη βασκανία.

ξιβρουμώ
  • Βρομώ, μυρίζω πολύ άσχημα

ξιγανιάζου
  • Βγάζω τη γάνα που εμφανίζεται σαν λευκό επίχρισμα στη γλώσσα, από δίψα ή αρρώστια, διώχνω την πίκρα απ' το στόμα μου.

ξιγάνουτους (ι)
  • Ο μη επινικελωμένος

ξιγινεύου
  • Αποξενώνομαι από συγγενείς

    • -Ντα φτάν'ς μπάρμπα Αντών'; Ξιγινέψαμι πλιά, τσ' ε πιρνάς να σι δούμι;