Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ξε + ματ + ίζω
Κόβω (βγάζω) με το μαχαίρι το μέρος του ξηρού φλοιού του κουκιού απ' το οποίο θα ξεπετάξει το φύτρο: μοιάζει με μάτι, από όπου και η ονομασία