Βρέθηκε το λήμμα
ξιματώ

Ετυμολογία: ξε + ματ + ίζω

  • Κόβω (βγάζω) με το μαχαίρι το μέρος του ξηρού φλοιού του κουκιού απ' το οποίο θα ξεπετάξει το φύτρο: μοιάζει με μάτι, από όπου και η ονομασία