Βρέθηκε το λήμμα
ξιλιγμένους (ι)
  • Εξελιγμένος, μοντέρνος

    • -Για κοίταξι μπε κόσμι τσι γι Γιάνν'ς, του ζο, γίντσι ξιλιγμένους. Ε θ'μάτι που ίσαμ προυχτές έτρουγι ούλου κ'τσιά, τσι τα ρούχα τ' ήντου χιλιουμπαλουμένα