Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. eksik = έλλειψη, (μτφ. βλάκας)
Άτομο μειωμένης αντίληξης (λειψός)