Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ιταλ.
Γεμίζω ένα λάκκο με πέτρες και χώματα, γεμίζω τα κενά ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες