Βρέθηκε το λήμμα
μουλώνου

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Γεμίζω ένα λάκκο με πέτρες και χώματα, γεμίζω τα κενά ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες

    • -Όσ' έχιτι π'γάδια να τα μουλώσιτι (διαταγή της αστυνομίας που βγήκε στο χωριό το 1949 με αφορμή το θάνατο ενός Ερέσιου που έπεσε σε πηγάδι και σκοτώθηκε)