Βρέθηκε το λήμμα
μουζού (η)

Ετυμολογία: ίσως από το λατιν. muso (= ρύγχος, μουσούδι ζώων)

  1. Η αλεπού

  2. μτφ. αυτός που ανακατεύεται παντού

    • -Σ' ούλα μέσα είνι η μουζού!