Βρέθηκε το λήμμα
μουρντάρ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. murdar

  • Ο βρόμικος, ο βρομιάρης, ο ασελγής, ο έκλυτος

Σχετικές λέξεις
μουρκιάρ'ς (ι)