Βρέθηκε το λήμμα
μουντούρ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. Müdür = Διευθυντής

  • Ο διορισμένος επικεφαλής του Ναχιγέ (διευρυμένου Δήμου), κοινώς Τοπάρχης