μισάντιρου (του)
  • Ειλεός (τμήμα του εντέρου)

μισάντρα (η)

Ετυμολογία: ίσως τουρκ. musandıra = ντουλάπα για στρώμα, τοίχος που χωρίζει δύο αυλές

  • Εντοιχισμένη ντουλάπα, συνήθως χωρίς φύλλα. Το άνοιγμά της το κάλυπτε μια κουρτίνα (μπερντές) από χοντρό ύφασμα

μισάρ' (του)
  • Στρογγυλό δοχείο μέτρησης των δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι κ.τ.λ.) βάρους 14 οκάδων περίπου.

μισιά (η)
  1. Λουρί με το οποίο δένουν το σαμάρι πάνω στο ζώο, περνώντας το κάτω από την κοιλιά του.

  2. Η μεσαία

    • -Μισιά τάξ' = μεσαία (κοινωνική) τάξη
μισιανός (ι)
  • Ο μεσαίος

μισιλές (ι)
  • Παραμύθι, ανέκδοτο

μισινότριχα (η)
  • Νήμα νάιλον για ψάρεμα με αγκίστρι

μισιός (ι)
  • Ο μεσαίος

μισμίς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. mızmız

  • Ο λεπτολόγος, ο σχολαστικός

    • -Πουλύ μισμίς ι Γιώργ'ς = πολύ λεπτολόγος
μισοκίλ' (του)
  • Δοχείο μισού κιλού

μισουβέζ'κους (ι)

Ετυμολογία: βενετ. mezo-vento

  1. Ενδιάμεσος

  2. μτφ. αόριστος, όχι ξεκάθαρος

Μισουτουπίτις (οι)
  • Οι κάτοικοι του χωριού Μεσότοπο

μισουφόρ' (του)
  • Γυναικείο εσώρουχο (κομπινεζόν)

μιστόπ'τα (η)
  • Είδος γλυκού σε μακρόστενο σχήμα (γίνεται από μούστο, αλεύρι, καρύδια κ.τ.λ.). Αλευριά ξεραμένη στον ήλιο για το χειμώνα.

μιστός (ι)
  • Ο μεστός, ο δυναμωμένος

μιταλλίκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Κέρμα μικρής αξίας, υποδιαίρεση τούρκικου νομίσματος

μιταπιάνου
  • Βοηθώ κάποιον

    • -Πήγα τσι κ' μιτάπιασα = τη βοήθησα
μιτάπιασμα (του)
  • Βοήθεια

μιτάτς (του)
  • Κομμένη γαλιά για χρήση σε υγρά (γάλα, νερό κ.τ.λ.)

μίτζιου πρόβατου (του)
  • Με μικρά μυτερά αυτάκια

μιτζίτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. mecıdıye

  • Ονομασία παλιού τουρκικού νομίσματος. Ισοδυναμούσε με 20 γρόσια

μίτους (ι)

Ετυμολογία: αρχ. μίτος

  • Νήμα

μιτρίδ' (του)
  • Το μετρίδι. Συνήθως τενεκεδένιο δοχείο με το οποίο μετρούσαν τα υγρά.

μιτσγιές
  • Επιφώνημα ευχής: Με τις υγείες σου, καλό να σου κάνει

μιτσμένους (ι)
  • Ο μεθυσμένος

μλί (του)

Ετυμολογία: ίσως από το λατιν. mollis (= μαλακός)

  • Το περιεχόμενο του στομαχιού του πολύ μικρού αρνιού (του γάλακτος) που δεν είχε βοσκήσει ακόμα χορτάρι. Ήταν ο καλύτερος τύπος «πκειάς», δηλ μαγιάς για το πήξιμο του τυριού

μλιάρκου (του)
  • Το αδύνατο, το καχεκτικό μωρό

    • -Ντα του κ'νάς του μλιάρκου!
μλιμό
  • Φρ: Εν έχ' μλιμό = δεν μιλιέται, είναι πολύ στενοχωρημένος ή θυμωμένος

μνημόρια (τα)

Ετυμολογία: μτγν. μνημόριον

  • Τα μνήματα

    • -Έβαζι καπνό μέσ' τα μνημόρια (φύτευε καπνό……)

    • -Ήθιλι κουματέλ' να φέξ' η μέρα σα φτάσαν πίσου στα μνημόρια οι κουκαλιαροί
μνουχ'σμένου (του)
  • Το ζώο που έχει ευνουχιστεί

μνουχάρ'ς
  • Ο ειδικός που ευνούχιζε τα ζώα στο χωριό

μνουχίζου
  • Ευνουχίζω = καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες, καθιστώ στείρο.

    • -Του μνούχ'σα του παλιόσ'λου τσ' ησύχασα
μνούχμα (του)
  • Ο ευνουχισμός

μνούχους (ι)
  • Ο ευνούχος

μντά (επιφών.)
  • Ναι σιγά! (για κάτι που δεν γίνεται πιστευτό, για κάτι που εκφράζουμε αμφιβολία), Ναι καλά!, Εμ τι, Βέβαια, ανάλογα με την προφορά, τον τόνο της φωνής και τα συμφραζόμενα:

    • -Τούβρι μπε του πρόβατου πούντου χαμένου;

    • -Μντά = Ναι σιγά (= αμφισβήτηση, αμφιβολία)

    • -Μντά, θαρρείς πως είμι όποιους - όποιους; = Βέβαια

    • -Αλήθεια, μπε, τσέρδιψις χτε στα χαρκιά;

    • -Μντά! = Φυσικά!
μντίζου
  • Φαντάζομαι

    • -Τού μίντζις να σι κλέβγ τούτους; = μπορούσες να το φανταστείς ότι σε κλέβει;

    • -Του μντίγ'ς; = το φαντάζεσαι;
μο
  • Μόνο

    • -Μο διαβουλιές είνι τούτο του μουρό!

    • -Ε πιρνούσ' τα σόγια ούτι γι ουμουρφιές, μο πιρνούσ' οι λίρις οι χρυσές!
μο γλύκα
  • βλ. «μου γλύκα»

μόδ' (του)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Μονάδα μετρήσεως χωρητικότητας σιτηρών (40 τενεκέδες) και ελαιοκάρπου (500 οκάδες ή 640 κιλά)

    • -10 μόδια λιές.
μοιρέσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Κληρονομιά, μερίδιο

    • -Του θ'κό σ' του μοιρέσ' πού πέφκ'; = πού βρίσκεται (σε ποια περιοχή είναι) το δικό σου το μερίδιο;
Επίσης:
μοίρις (οι)
  • Τα μεγάλα φινίκια (βλ. και λ. «μαρκούτ'»)

μόλια (τα)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Μικρές πέτρες που τις χρησιμοποιούσαν για να γεμίζουν τα κενά ανάμεσα σε μεγαλύτερες πέτρες κατά το χτίσιμο ώστε η κατασκευή να γίνει πιο στερεή

Επίσης:
μόνα
  • Εμένα

    • -Θα μ' δείξ'ς τσι μόνα;
μονάντιρους (ι)
  • Ο φαγάς

μόπλευρου (του)
  • Άγριο φαγώσιμο χόρτο του βουνού. Φύεται στα κρικίρια

μόρκους (ι)
  • Μοβ, μελανιασμένος. Αυτός που δεν έχει φυσιολογικό χρώμα προσώπου.

μόσχους
  • Ευχή σε βρέφος που ρεύεται κατά τη διάρκεια ή μετά το θηλασμό και γενικότερα σε άνθρωπο που ρεύεται

    • -Μόσχους γιόκα μ'!
μοτζουμουναχός
  • Ολομόναχος, δεν έχει κανέναν κοντά του.

μου γλύκα
  • Όλο γλύκα (ειρωνικά)

    • -Μου γλύκα είσι απ' τα στραβουμένα χείλια!
μουδάτου (του)
  • Μέσα στη μόδα, μοντέρνο

    • -Μουδάτου παπούτσ'