Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μολύβι + ήθρα (κατάλ.)
Μολυβήθρα, εξάρτημα της λάμπας πετρελαίου, μέσα απ' το οποίο περνούσαν το φιτίλι