Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μωρό > μουρό > μουράκι (υποκορ) + άτος (κατάλ.)
Τα παιδικά (ρούχα, παπούτσια, φερσίματα κ.τ.λ.)