Βρέθηκε το λήμμα
μουρ'κάτα (τα)

Ετυμολογία: μωρό > μουρό > μουράκι (υποκορ) + άτος (κατάλ.)

  • Τα παιδικά (ρούχα, παπούτσια, φερσίματα κ.τ.λ.)

    • -Κάν' τα μουρ'κάτα τ' = μιλά και φέρεται σαν παιδί

    • -Τα ρούχα είνι μουρ'κάτα!
Σχετικές λέξεις
μουρκάτου (του)