Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ιταλ.
Ορμώ ξαφνικά, χιμώ
Μοντέρνο (π.χ. ρούχο)