Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μόνος + έντερο
Αχόρταγος (δεν χορταίνει όσο και να φάει)
μτφ. αδύνατος, ισχνός