Ετυμολογία: μέλας (= μαύρος) + γη
shareΑργιλικό χώμα κατάλληλο για σπορά, μαύρου ή άσπρου ή και κόκκινου χρώματος που στις μεγάλες ζέστες σκάει και σχηματίζει ρωγμές
Μετρητά ως προίκα
Εκφράζει ισχυρή αποδοκιμασία (ευχή να μη συμβεί)
Ετυμολογία: μσν. μηρί = μηρός, αρχ. πληθ. μηρία
shareΟι μηροί, το εσωτερικό των μηρών, τα γεννητικά όργανα
Κάτι που έγινε με μιας, που δεν πρόλαβε να αντιδράσει κανείς, απότομα
Μην αποφαίνεσαι προκαταβολικά για πράγματα που είναι αμφίβολο αν θα τα καταφέρεις.
Η αμοιβαία υπόσχεση ανάμεσα σε δύο οικογένειες να παντρέψουν τα παιδιά τους
Η σκέψη
Πλούσιο χώμα που μένει στις άκρες ενός ποταμού (όταν αυτός «τραβηχτεί»). Με αυτό εμπλουτίζεις το χώμα του χωραφιού σου για να γίνει πιο αποδοτικό.
Ο ημίχλωρος, αυτός που δεν έχει ξεραθεί τελείως (κυρίως για τυριά) ή ο μισογινωμένος
Καρούμπαλο από χτύπημα στο μέτωπο
Ετυμολογία: τουρκ. mınder
shareΧαμηλό κρεβάτι ή χαμηλός καναπές
Ετυμολογία: βενετ. meza siola = ενδιάμεση σόλα του παπουτσιού
shareΗ σόλα που έμπαινε στο μπροστινό μέρος του μισού παπουτσιού
Μικρή ανοιχτή εσοχή τοίχου του σπιτιού με ραφάκια που τη χρησιμοποιούσαν ως μπουφέ (για τα γυαλικά και τα επιτραπέζια σκεύη)
Πλευρά, τοποθεσία
Ετυμολογία: τουρκ. mercan
shareΔιακοσμητική χάντρα για εξοπλισμό ζώων
Είδος πολύχρωμου πετρόψαρου
Χούγια, τρόπος συμπεριφοράς
Ετυμολογία: μσν. μεσάλιον < λατιν. mensalium < mensalis < mensa = τραπέζι
shareΠετσέτα κουζίνας ή μικρό τραπεζομάντηλο