μαχούτ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. mahut = διαβόητος

  • Άνθρωπος ιδιαίτερα κακός

μεϊμάρ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. mimar

  • Αρχιτέκτονας

μεϊντάνι

Ετυμολογία: τουρκ. meydan

Βλέπε:
μέλαγκας (ι)

Ετυμολογία: μέλας (= μαύρος) + γη

  • Αργιλικό χώμα κατάλληλο για σπορά, μαύρου ή άσπρου ή και κόκκινου χρώματος που στις μεγάλες ζέστες σκάει και σχηματίζει ρωγμές

μενεβέ
  • Ύπουλος

    • -Του νού σ' κη κάτα, είνι μενεβέ κλιφτού
μεράς (ι)
  • Μερίδιο από βοσκοτόπι

μερτζάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. mercan = κοράλι

  • Διακοσμητική χάντρα για ζώα

μερτιπέ

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Στη σειρά, διαλογή, στα υπόψη

μέσα μιριά (επίρρ.)
  • Μέσα, από τη μέσα πλευρά

μεσάρι (το)
  • Μονάδα μέτρησης

μεσοχωριανοί (οι)
  • Όσοι μένουν στο κέντρο του χωριού (Ενορία Αγίας Ειρήνης)

μετάτς (του)
  • Κουτάλι από γαλιά

μέτρημα (του)
  • Μετρητά ως προίκα

    • -Είπαμι να σ' δώσουμι τ' Λιά κ' θχατέρα πούνι καλή κουπιλούδα τσι ν'κουτσαρούδα, τσ' έχ' τσι κη προικούδα τ'ς τσι του μέτρημα τ'ς
μζάτσ' (του)
  • Κομμάτι πετσί, μπάλωμα

    • -Βάλι μ' μπε κανά μζάτσ'!
μη χαράστου
  • Εκφράζει ισχυρή αποδοκιμασία (ευχή να μη συμβεί)

    • -Ω ζ'μπιθέρα, γω έμαθα πως ε μι θέλ'ς νάρχουμι στου σπίκι σ'!

    • Γιο, μη χαράστου!
μήλα - μήλα
  • Κουνώ το κεφάλι δεξιά και αριστερά (παιχνίδι για νήπια)

    • -Κάνι μήλα - μήλα
μηριά (τα)

Ετυμολογία: μσν. μηρί = μηρός, αρχ. πληθ. μηρία

  • Οι μηροί, το εσωτερικό των μηρών, τα γεννητικά όργανα

    • -Τουν κλώτσ'σι μες τα μηριά τ'.

    • -Τουν έβαλι μεσ' τα μηριά τ'ς τσ' αναγάλιασι η καρδιά τ'ς!
μήτι
  • Ούτε

    • -Μήτι τούτου μήτι τ' άλλου
μήτους (η)
  • Κλωστή

Μήτρους (ι)
  • Το όνομα «Δημήτρης»

μια-κουπανιά
  • Κάτι που έγινε με μιας, που δεν πρόλαβε να αντιδράσει κανείς, απότομα

    • -Μια-κουπανιά τούρθι τούτου του πράμα!
μιανής
  • Μιας

    • -Μιανής μέρας δ'λειά είνι τούκ'
μιγ'ντάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. meydan

  1. Πλατεία, ξέφωτο, ανοιχτός χώρος

  2. Δημοσιότητα

    • -Φρ:. βγάζου στου μιγ'ντάν'= εκθέτω σε κοινή θέα
Επίσης:
μιγάλ σκατούλα φάγι, μιγάλου λόγου μη λες
  • Μην αποφαίνεσαι προκαταβολικά για πράγματα που είναι αμφίβολο αν θα τα καταφέρεις.

μιζάτ
  • Αγανάκτηση, βαριεστιμάρα

    • -Μιζάτ πλιά!
μιζιδέλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. meze

  • υποκορ. της λ. «μιζές = μεζές»

μιζιλίκ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. mezelık

  • Ο μεζές, το ορεκτικό

μιλ'σουτσίπ (του)
  • Μικρός οικίσκος για τη στέγαση των κυψελών.

μιλέτ'μα (του)
  1. Η αμοιβαία υπόσχεση ανάμεσα σε δύο οικογένειες να παντρέψουν τα παιδιά τους

  2. Η σκέψη

μίλια
  • Πλούσιο χώμα που μένει στις άκρες ενός ποταμού (όταν αυτός «τραβηχτεί»). Με αυτό εμπλουτίζεις το χώμα του χωραφιού σου για να γίνει πιο αποδοτικό.

μιλίχλουρους (ι)
  • Ο ημίχλωρος, αυτός που δεν έχει ξεραθεί τελείως (κυρίως για τυριά) ή ο μισογινωμένος

μιλόχα (η)
  • Το φυτό μολόχα

μιλτούδ' (του)
  • Καρούμπαλο από χτύπημα στο μέτωπο

    • -Έχ' ένα μιλτούδ' πα στου κούτιλου τ' α τ' αυγό!
μιλώσαν
  • Συμφιλιώθηκαν

    • Φρ : τα μιλώσαν = συμφιλιώθηκαν μετά από καυγά
μιντέρ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. mınder

  • Χαμηλό κρεβάτι ή χαμηλός καναπές

    • -Μεις α γκάτσουμι στου μιντέρ τσ' ύστιρα α ντα πούμι
μιντζισόλα (η)

Ετυμολογία: βενετ. meza siola = ενδιάμεση σόλα του παπουτσιού

  • Η σόλα που έμπαινε στο μπροστινό μέρος του μισού παπουτσιού

μιντινεδέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «μιντινές»

μιντινές (ι)
  • Μικρή ανοιχτή εσοχή τοίχου του σπιτιού με ραφάκια που τη χρησιμοποιούσαν ως μπουφέ (για τα γυαλικά και τα επιτραπέζια σκεύη)

μιντισές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. menteşe

  • Μεντεσές = στρόφιγγα πόρτας ή παραθύρου, ρεζές

μιρδικό (του)
  • Το μερίδιο

μιρέσ' (του) Βλέπε:
μιριά (η)
  • Πλευρά, τοποθεσία

    • -Ρίχν' έναν πήδου του μ'λαρ, πέρασι τουν άθρουπου, τσι τριχάτο πάιτσι απ' κ' άλλη μιριά

    • -Απ' τούκ' κη μιριά = από αυτή την πλευρά
μιριμέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. meremet

  • Επιδιόρθωση

μιριμιτίζου

Ετυμολογία: τουρκ meremet = επιδιόρθωση

  • Επιδιορθώνω

μιρτζάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. mercan

  1. Διακοσμητική χάντρα για εξοπλισμό ζώων

  2. Είδος πολύχρωμου πετρόψαρου

μιρτζανέλια (τα)
  • υποκορ. της λ. «μιρτζάνια»

μιρώνου
  • Ημερώνω, ηρεμώ (κυρίως για βρέφη)

    • -Μέρουσι του μουρό
μισ'φάρ' (του)
  • Χούγια, τρόπος συμπεριφοράς

    • -Έμ, άμα ήξιρις του μισ'φάρι μ', ε θα μι πήγινις κόντρα!
μισάλ' (του)

Ετυμολογία: μσν. μεσάλιον < λατιν. mensalium < mensalis < mensa = τραπέζι

  • Πετσέτα κουζίνας ή μικρό τραπεζομάντηλο

    • -Τύλξ' τα στου μισάλ'
μισάλα (η)
  • Το μεγάλο τραπεζομάντηλο, το μεγάλο «μισάλ'» (βλ. λ.)