Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. menteşe
Μεντεσές = στρόφιγγα πόρτας ή παραθύρου, ρεζές