Βρέθηκε το λήμμα
μιριά (η)
  • Πλευρά, τοποθεσία

    • -Ρίχν' έναν πήδου του μ'λαρ, πέρασι τουν άθρουπου, τσι τριχάτο πάιτσι απ' κ' άλλη μιριά

    • -Απ' τούκ' κη μιριά = από αυτή την πλευρά