μαντρακώνου
  • Κλείνω (κάποιον, κάτι) σε μια γωνιά, στριμώχνω

μαντράτς (του)
  • Μανδράκι. Απόκεντρο και περιορισμένο μέρος.

μαντρίζου

Ετυμολογία: μσν. μαντρίζω

  • Κλείνω σε μαντρί

μαξούλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. mahsul

  • Σοδειά, συγκομιδή, παραγωγή

μαξουλουχρουνιά (η)
  • Η χρονιά με καλή σοδειά

μαξούς (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Σκόπιμα, επίτηδες

    • -Μαξούς του ποίτσι = το έκανε επίτηδες
μαραζλής

Ετυμολογία: τουρκ. marazlı = φυματικός

μαρατζάρ'ς (ι)
  • Μαραμένος, καχεκτικός, αδύναμος, άρρωστος

    • -Διαβόλ μαρατζάρ! (ύβρις).
μαραφέτ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. marifet = τέχνη, δεξιότητα, ειδικότητα

  • μτφ. το πέος

    • -Πρόσιχι Μ'χάλ' που χών'ς του μαραφέτι σ'!
μαργιόλους (ι)

Ετυμολογία: βενετ. mariol(o)

  • Εύστροφος, πονηρός, πανούργος, ναζιάρης, παιχνιδιάρης

μαργουμένους (ι)
  • Αυτός που υποφέρει πρόσκαιρα από το κρύο

μαρδάς
  1. Ακαθαρσίες του μαλλιού ή βρομιές στα χέρια από μάζεμα καπνού

    • -Τα χέρια τ' γιμίσας μαρδά!
  2. Αυτό που μένει μετά το λιώσιμο του βουτύρου στο τυροκομείο.

μαρδώνου
  • Τελειώνω κάτι ατελώς, τα μαζεύω όπως - όπως, πρόχειρα.

    • -Τα μάρδουσι τσ' έφ'γι!
Μάρκ'ς (ι)
  1. Ο μήνας Μάρτιος

  2. Κλωστή άσπρη και κόκκινη, που έβαζαν στο χέρι την πρώτη μέρα του μήνα Μάρτη για να μην τους μαυρίσει ο ήλιος.

    • -Α μη μας κάψ' ι Μάρκ'ς
μαρκούτ' (του)
  • Είδος γλυκού (φινίκι, μελομακάρονο)

Επίσης:
μαρκούτσ' (το)

Ετυμολογία: τουρκ. marpuç

  1. Ο σωλήνας του ναργιλέ

  2. κάθε μακρύ αντικείμενο

  3. εξάρτημα

μαρμαρόμυαλου (του)
  • Σπάνιο χώμα που το έβαζαν σε νερό μπροστά στο φούρνο για τρεις μέρες και από αυτό έδιναν να πιει κάποιος πού είχε πάρει φόβο

    • -Τ'φόβ' πρέπ' να κάν' τ'μουρού = δηλ να του δώσει να πιει μαρμαρόμυαλου για να του φύγει ο φόβος
μάρμαρου (του)
  • μτφ. λογαριασμός σε καφενείο

    • -Του μάρμαρου τ' καφιτζί μι τα βιρισέδια
μάρσ'κα (τα)
  • Ποικιλία σύκων από αυτοφυή συκιά (αγριοσυκιά)

μαρτυριές (οι)

Ετυμολογία: αρχ. μαρτυρία < μαρτυρέω

  • Τα σταυρουδάκια που μοιράζει ο νονός στη βάφτιση

μασ'μένα λόγια
  • Λόγια όχι ξεκάθαρα

μασάτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. masat

  • Το ακόνι

    • -Του μασάτ τ'ς ψουλής είνι τα μπούτια τ'ς γ'ναίκας
μασιά (η)

Ετυμολογία: τουρκ. maşa = σιδερένια λαβίδα

  • Μεταλλική τσιμπίδα για αναμμένα κάρβουνα

μάσιαλα (

Ετυμολογία: τουρκ. maşallah

  • Επιφ.) Έκφραση θαυμασμού, επιδοκιμασίας, επιβράβευσης, Εύγε

    • -Τι όμουρφου κουπιλούδ' που γίντσις! Μάσιαλα!
μαστάρ' (του)
  • Το στήθος, ιδιαίτερα των ζώων

μαστέλο (του)

Ετυμολογία: βενετ. mastelo

  • Δοχείο ξύλινο, κάδος, κουβάς

ματζαφλάρ' (του)
  1. Μικρό εργαλείο, εξάρτημα

  2. μτφ. το ανδρικό μόριο.

    • -Γιώργ' έχι του νου σ' που χών'ς του ματζαφλάρι σ'!
ματζούν' - πιτναρέλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. macun = παχύρευστο γλυκό + pıde = πίτα

  • Καραμέλα πάνω σε ξυλάκι σε σχήμα μικρού πετεινού. Τις πουλούσαν στα πανηγύρια

ματικάπ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. matkap

  • Χειροκίνητο ξυλουργικό τρυπάνι

ματικό (του)
  • Η βασκανία, το μάτιασμα, κακό μάτι.

ματουφ'λλάδα (η)

Ετυμολογία: μάτι + φυλλάδα

  • Η βλεφαρίδα

μάτς (του)
  • Χυλοπίτα φτιαγμένη από ζύμη, ανοιγμένη σε φύλλο και κομμένη σε μέγεθος χυλοπίτας, ξεραμένο στον ήλιο, που το μαγείρευαν με ταχίνι και το πρωί της Καθαρής Δευτέρας το μοίραζαν σε σπίτια

ματσίδα (η)
  • Ο κιμάς

ματσίζου
  • Τεμαχίζω το κρέας με τα μαχαίρια σε μικρά κομμάτια

ματσιλίν' (η)
  • Καγκελωτή πόρτα εισόδου σε αγρόκτημα

ματσιστό κρέας (του)
  • Τεμαχισμένο κρέας

ματσόβιργα (η)

Ετυμολογία: μάτσι (= είδος ζυμαριού) + βέργα

  • Ξύλινη στρογγυλή βέργα μήκους 1 μέτρου και πάχους 2-3 εκατοστών, για το άνοιγμα της ζύμης

ματσόλα (η)

Ετυμολογία: ιταλ. matcola και mazz(u)ola

  • Ξύλινο δικέφαλο σφυρί

μαύρ' (η)

Ετυμολογία: αρχ. δοθιήν

  • Μεγάλο σπυρί με πύον, μαύρο στην κορυφή του (εξού και το όνομά του)

    • - Ι Μ'χάλ'ς έβγαλι μια μαύρ' πα στου κώλου τ'
μαυραγάν'κου στάρ (του)
  • Είδος σιταριού

μαυρί
  • Ασθένεια δημητριακών (καρβούνιασμα)

    • -Τα σπαρτά γιμίσας απού μαυρί
μαυρόβακλιου πρόβατου (του)
  • Πρόβατο με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια

μαυρουκαλιάζου
  • Αδυνατίζω, χάνω τη δροσιά και ομορφιά μου

    • -Έιτουτους μαυρουκάλιασι!
μαυρουκαπελάτου πρόβατου (του)
  • Μαύρο με άσπρα σημάδια στο κεφάλι του

μαυρουμύκ'κου πρόβατου (του)
  • Πρόβατο με μαύρη πιτσιλωτή μουσούδα

μαυρουτσέφαλου πρόβατου (του)
  • Πρόβατο με μαύρο κεφάλι και λευκό σώμα

μαυρουφασλάτου πρόβατου (του)
  • βλ. λ. «φασλάτου»

μαυρόψ'
  • Πρόβατο με μαύρη μούρη (βλ. και λ. «ασπρόψ'»)

μαχαλάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. mahalle

  • Η γειτονιά, η συνοικία

μαχιάς (ι)
  • Ξύλο της στέγης που κρατάει τον οργά