Ετυμολογία: τουρκ. marifet = τέχνη, δεξιότητα, ειδικότητα
shareμτφ. το πέος
Ετυμολογία: βενετ. mariol(o)
shareΕύστροφος, πονηρός, πανούργος, ναζιάρης, παιχνιδιάρης
Ακαθαρσίες του μαλλιού ή βρομιές στα χέρια από μάζεμα καπνού
Αυτό που μένει μετά το λιώσιμο του βουτύρου στο τυροκομείο.
Ο μήνας Μάρτιος
Κλωστή άσπρη και κόκκινη, που έβαζαν στο χέρι την πρώτη μέρα του μήνα Μάρτη για να μην τους μαυρίσει ο ήλιος.
Ετυμολογία: τουρκ. marpuç
shareΟ σωλήνας του ναργιλέ
κάθε μακρύ αντικείμενο
εξάρτημα
Σπάνιο χώμα που το έβαζαν σε νερό μπροστά στο φούρνο για τρεις μέρες και από αυτό έδιναν να πιει κάποιος πού είχε πάρει φόβο
Ετυμολογία: αρχ. μαρτυρία < μαρτυρέω
shareΤα σταυρουδάκια που μοιράζει ο νονός στη βάφτιση
Ετυμολογία: τουρκ. masat
shareΤο ακόνι
Ετυμολογία: τουρκ. maşallah
shareΕπιφ.) Έκφραση θαυμασμού, επιδοκιμασίας, επιβράβευσης, Εύγε
Μικρό εργαλείο, εξάρτημα
μτφ. το ανδρικό μόριο.
Ετυμολογία: τουρκ. macun = παχύρευστο γλυκό + pıde = πίτα
shareΚαραμέλα πάνω σε ξυλάκι σε σχήμα μικρού πετεινού. Τις πουλούσαν στα πανηγύρια
Χυλοπίτα φτιαγμένη από ζύμη, ανοιγμένη σε φύλλο και κομμένη σε μέγεθος χυλοπίτας, ξεραμένο στον ήλιο, που το μαγείρευαν με ταχίνι και το πρωί της Καθαρής Δευτέρας το μοίραζαν σε σπίτια
Ετυμολογία: μάτσι (= είδος ζυμαριού) + βέργα
shareΞύλινη στρογγυλή βέργα μήκους 1 μέτρου και πάχους 2-3 εκατοστών, για το άνοιγμα της ζύμης
Ετυμολογία: αρχ. δοθιήν
shareΜεγάλο σπυρί με πύον, μαύρο στην κορυφή του (εξού και το όνομά του)