Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ο ημίχλωρος, αυτός που δεν έχει ξεραθεί τελείως (κυρίως για τυριά) ή ο μισογινωμένος