Βρέθηκε το λήμμα
μέλαγκας (ι)

Ετυμολογία: μέλας (= μαύρος) + γη

  • Αργιλικό χώμα κατάλληλο για σπορά, μαύρου ή άσπρου ή και κόκκινου χρώματος που στις μεγάλες ζέστες σκάει και σχηματίζει ρωγμές