Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μέλας (= μαύρος) + γη
Αργιλικό χώμα κατάλληλο για σπορά, μαύρου ή άσπρου ή και κόκκινου χρώματος που στις μεγάλες ζέστες σκάει και σχηματίζει ρωγμές