Βρέθηκε το λήμμα
μοιρέσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Κληρονομιά, μερίδιο

    • -Του θ'κό σ' του μοιρέσ' πού πέφκ'; = πού βρίσκεται (σε ποια περιοχή είναι) το δικό σου το μερίδιο;
Σχετικές λέξεις
μιρέσ' (του)