Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. μηρί = μηρός, αρχ. πληθ. μηρία
Οι μηροί, το εσωτερικό των μηρών, τα γεννητικά όργανα