Βρέθηκε το λήμμα
μηριά (τα)

Ετυμολογία: μσν. μηρί = μηρός, αρχ. πληθ. μηρία

  • Οι μηροί, το εσωτερικό των μηρών, τα γεννητικά όργανα

    • -Τουν κλώτσ'σι μες τα μηριά τ'.

    • -Τουν έβαλι μεσ' τα μηριά τ'ς τσ' αναγάλιασι η καρδιά τ'ς!