Βρέθηκε το λήμμα
μιγ'ντάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. meydan

  1. Πλατεία, ξέφωτο, ανοιχτός χώρος

  2. Δημοσιότητα

    • -Φρ:. βγάζου στου μιγ'ντάν'= εκθέτω σε κοινή θέα
Σχετικές λέξεις
μεϊντάνι

Ετυμολογία: τουρκ. meydan