Βρέθηκε το λήμμα
μαύρ' (η)

Ετυμολογία: αρχ. δοθιήν

  • Μεγάλο σπυρί με πύον, μαύρο στην κορυφή του (εξού και το όνομά του)

    • - Ι Μ'χάλ'ς έβγαλι μια μαύρ' πα στου κώλου τ'