Βρέθηκε το λήμμα
μαρκούτσ' (το)

Ετυμολογία: τουρκ. marpuç

  1. Ο σωλήνας του ναργιλέ

  2. κάθε μακρύ αντικείμενο

  3. εξάρτημα