Βρέθηκε το λήμμα
μαραφέτ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. marifet = τέχνη, δεξιότητα, ειδικότητα

  • μτφ. το πέος

    • -Πρόσιχι Μ'χάλ' που χών'ς του μαραφέτι σ'!