Γυναίκες που μαζεύουν (καρπούς), συλλέκτριες
Τα πράσινα βρύα που επιπλέουν στα στάσιμα νερά
μτφ. αντικείμενα ευτελούς αξίας
Μαγικό
Καλό ποδαρικό
Ετυμολογία: τουρκ. mankadaş = σύντροφος
shareΜακαντάσης = πολύ στερνός φίλος, σύντροφος
Είδος άγριου φυτού (σαν άνηθος). Το βάζουν στις κοπανιστές ελιές, στις κλαστάδες.
Στουπί βουτηγμένο σε πετρέλαιο ή καμένο μηχανέλαιο. Είδος πυρσού, κατάλληλο για νυχτερινό ψάρεμα (πυροφάνι) ή για ζέσταμα κρύας επιφάνειας.
Ετυμολογία: ιταλ. male(di) και mal(di) Francia = κακό, αρρώστια από τη Γαλλία
shareΣύφιλη
Μαδώ τα μαλλιά γυναίκας σε καυγά
Ετυμολογία: υποκορ. του μτγν. μάμμος (= οικέτης, σπιτικός δούλος)
shareΈντομο που προσβάλλει τα όσπρια
Το ενεργητικό άτομο, αυτός που δεν σταματά καθόλου, ο δουλευταράς
Ετυμολογία: ιταλ. maniglia = μοχλός, στρόφαλος, χερούλι
shareΞύλο στήριξης του κανταριού (= στατήρα). Τις άκρες του τις έβαζαν δύο άνδρες στον ώμο τους και στη μέση στήριζαν το καντάρι για να ζυγίσουν τα διάφορα βάρη
Ετυμολογία: ιταλ. manovella, τουρκ. manıvelâ
shareΣιδερένια βέργα «σπασμένη» σε δυο ορθές γωνίες και με κατάλληλη υποδοχή στο τέλος για ενεργοποίηση μηχανής αυτοκινήτων
Μαϊμού, πονηρός, κατεργάρης, καπάτσος.
Το μεγάλο μαντήλι, σε διάφορα χρώματα, συνήθως καρό, που το φορούν οι αγρότες στο κεφάλι τους, γύρω από το μέτωπό τους. Το ίδιο μαντήλι το δένουν στη μέση τους σαν φαρδύ ζωνάρι.
Χώρος με ξενοτρόχαλες πέτρες όπου βάζουν τα πρόβατα για να τα αρμέξουν, κλειστός χώρος για τον περιορισμό των ζώων.