μάζουμα (του)
  • Μάζεμα

μαζώνου
  • Μαζεύω

μαζώχτρις (οι)
  • Γυναίκες που μαζεύουν (καρπούς), συλλέκτριες

    • -Οι μαζώχτρις μάζιβγαν μια - μια τ'ς λιές.
μαθές (μόρ.)
  • Δηλαδή, σα να πούμε, α έτσι, εδώ που τα λέμε

    • - Γίνουντι έτικια πράματα μαθές;
μαθιάς (ι)
  • Πλαϊνό ξύλο στέγης

μαθρακός (ι)
  • Βάτραχος

μαθρακουμάλλια (τα)
  1. Τα πράσινα βρύα που επιπλέουν στα στάσιμα νερά

  2. μτφ. αντικείμενα ευτελούς αξίας

    • -Δώτσι αργαλειόσπουρου τσι πήρι μαθρακουμάλλ'= ο ένας ξεγέλασε - κορόιδεψε τον άλλον
μαθρακουφάγους (ι)
  • Ο γκρί ερωδιός

μαϊκό (του)
  1. Μαγικό

    • -Μαϊκό είνι του γλειφιτζούρ' τσ' όσου να γλείφ'ς άγλειφου α μπουμέν'
  2. Καλό ποδαρικό

    • - Καλό μαϊκό έχ' τούκ'!
μακαντάγς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. mankadaş = σύντροφος

  • Μακαντάσης = πολύ στερνός φίλος, σύντροφος

μακάς (ι)
  • Πλουμιστό ύφασμα με το οποίο στόλιζαν τους καναπέδες.

μακάσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. makkas = ψαλίδι

  • Ξύλο στέγης όπου στηρίζονται τα ψαλίδια

μακάτ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. makat = πάτος

  • Στρωσίδι, υφαντό κάλυμμα επίπλων

μακατλίκ'
  • Υποκορ. της λ. «μακάτ'»

μακρουλάδ'κου πρόβατου (του)
  • Ποικιλία προβάτου με μακριά ουρά

μάλαθρου (του)
  • Είδος άγριου φυτού (σαν άνηθος). Το βάζουν στις κοπανιστές ελιές, στις κλαστάδες.

μαλάκα (η)
  • Αμάκα, εξασφάλιση αγαθών εις βάρος άλλων

    • -Ήβρι μαλάκα β'ζί τσι β'ζαίν'!
μαλαπέρδα (η)
  • Το ανδρικό μόριο

    • -Ι Παράσχους έχ' μια μαλαπέρδα α τ' γαϊδάρ'!
μαλάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Το μυστρί

μαλαστούφα (η)
  • Στουπί βουτηγμένο σε πετρέλαιο ή καμένο μηχανέλαιο. Είδος πυρσού, κατάλληλο για νυχτερινό ψάρεμα (πυροφάνι) ή για ζέσταμα κρύας επιφάνειας.

μαλατζίκ' (του)
  • Το μυτερό μυστρί του σοβατζή

μαλαφράντζα (η)

Ετυμολογία: ιταλ. male(di) και mal(di) Francia = κακό, αρρώστια από τη Γαλλία

  • Σύφιλη

μαλλιουγδέρνου
  • Μαδώ τα μαλλιά γυναίκας σε καυγά

    • -Μαλλιουγδάρθκαν δυο γ'τόν'σσις μες του μιγ'ντάν' για μια κότα
μαμάκους (ι)
  • Μπουνταλάς, κοιμισμένος

    • -Μπίτ μαμάκους είνι τούτους!
μαμαλέλια (τα)
  • Παιδικό ομαδικό παιχνίδι (μακριά γαϊδάρα)

μάμνια (η)
  • Είδος σταφυλιού με μεγάλες, μακρουλές, άσπρες ρώγες

μαμούδ (του)

Ετυμολογία: υποκορ. του μτγν. μάμμος (= οικέτης, σπιτικός δούλος)

  1. Έντομο που προσβάλλει τα όσπρια

  2. Το ενεργητικό άτομο, αυτός που δεν σταματά καθόλου, ο δουλευταράς

μαμουνιά
  • Παράνομη πράξη

μάν'
  • Ως β'συνθετικό ουσιαστικών δηλώνει το πλήθος (γυναικουμάν', αθρουπουμάν' κ.τ.λ.)

μάνα (η)
  • Η κύρια μισινέζα του παραγαδιού

μανάρα (η)
  • Ο μεγάλος μπαλτάς με τον οποίο έκοβαν ξύλα σε μικρότερα κομμάτια (πιλικούδις)

μανέλα (η)

Ετυμολογία: ιταλ. maniglia = μοχλός, στρόφαλος, χερούλι

  • Ξύλο στήριξης του κανταριού (= στατήρα). Τις άκρες του τις έβαζαν δύο άνδρες στον ώμο τους και στη μέση στήριζαν το καντάρι για να ζυγίσουν τα διάφορα βάρη

μανές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. amane

  • Ο αμανές

μανή (η)
  • Γιαγιά

    • -Η μανή μ' μ' αγάπα πουλύ!
μάνι - μάνι (επίρρ.)

Ετυμολογία: ιταλ. di mano in mano = από χέρι σε χέρι

  • Πολύ γρήγορα

μανιαβέλα (η)

Ετυμολογία: ιταλ. manovella, τουρκ. manıvelâ

  • Σιδερένια βέργα «σπασμένη» σε δυο ορθές γωνίες και με κατάλληλη υποδοχή στο τέλος για ενεργοποίηση μηχανής αυτοκινήτων

μανιαγούδα (ι)
  • Μαϊμού, πονηρός, κατεργάρης, καπάτσος.

    • -Είνι μια μανιαγούδα ι Γιώργ'ς!. Έ τουν ξιγιλάς!
μανίζου

Ετυμολογία: μσν. μανίζω, αρχ. μαίνομαι

  • Κακιώνω, διακόπτω σχέσεις από θυμό ή φιλονικία

μανίτ'ς (ι)
  • Το μανιτάρι

Μανιώ
  • Το όνομα «Γεσθημανή»

μανός (ι)
  1. Βραδυκίνητος, αργός στη δουλειά του, οκνηρός

  2. Είδος κλωστής

Επίσης:
μανσούπια (τα)
  • Γαλόνια, τιμές, δόξες

    • -Τ'αρέσουν τα μανσούπια = του αρέσουν οι τιμές, οι δόξες
μάντακας (ι) Βλέπε:
μαντάτσ' (του)
  • Το τσιμπούρι

Επίσης:
μαντέλα (η)
  • Το διπλοσάγονο

    • -Έ ντουν είδις που κρέμασι μαντέλα!
μάντζα (η)

Ετυμολογία: βλάχ.

  • Το φαγητό

μαντήλ' (του)
  • Είδος χορού

μαντήλα (η)
  • Το μεγάλο μαντήλι, σε διάφορα χρώματα, συνήθως καρό, που το φορούν οι αγρότες στο κεφάλι τους, γύρω από το μέτωπό τους. Το ίδιο μαντήλι το δένουν στη μέση τους σαν φαρδύ ζωνάρι.

μαντικάπ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. makkap

  • Χειροκίνητο τρυπάνι

μάντρακας (ι)
  • Χώρος με ξενοτρόχαλες πέτρες όπου βάζουν τα πρόβατα για να τα αρμέξουν, κλειστός χώρος για τον περιορισμό των ζώων.