Βρέθηκε το λήμμα
μαρδάς
  1. Ακαθαρσίες του μαλλιού ή βρομιές στα χέρια από μάζεμα καπνού

    • -Τα χέρια τ' γιμίσας μαρδά!
  2. Αυτό που μένει μετά το λιώσιμο του βουτύρου στο τυροκομείο.