Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: βενετ. mariol(o)
Εύστροφος, πονηρός, πανούργος, ναζιάρης, παιχνιδιάρης