Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. maşa = σιδερένια λαβίδα
Μεταλλική τσιμπίδα για αναμμένα κάρβουνα