Βρέθηκε το λήμμα
ματζαφλάρ' (του)
  1. Μικρό εργαλείο, εξάρτημα

  2. μτφ. το ανδρικό μόριο.

    • -Γιώργ' έχι του νου σ' που χών'ς του ματζαφλάρι σ'!