Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ζαρώνω, σωπαίνω, κρύβομαι πίσω από κάτι για να μη δώσω σημεία της παρουσιάς μου (λωφάω = σταματώ κάθε αντίσταση)