Βρέθηκε το λήμμα
λουπάζου
  • Ζαρώνω, σωπαίνω, κρύβομαι πίσω από κάτι για να μη δώσω σημεία της παρουσιάς μου (λωφάω = σταματώ κάθε αντίσταση)

    • -Μόλις άκ'σαν του μπαμ λουπάξασ' α λαγοί.

    • -Τουν είδα που λούπαξι μια μπαριά, τσ' ύστιρα χάθ'τσι απ' τα μάκια μ'