Βρέθηκε το λήμμα
λουγιάζου
  1. Βλέπω, κοιτάζω

    • -Λόγιαζι κι δ'λειά σ' = Κοίτα τη δουλειά σου

    • -Α μπρε, λόγιαζι κι δ'λειά σ' τσ' άσι μι ήσυχ' τσι στου ντέρκι μ'
  2. Περιποιούμαι κάποιο γέρο ή άρρωστο

    • -Λόγιαζα κ' αδιρφή μ' ίσιαμι τα τιλιφταία τ'ς