Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. φλησκούνιν, υποκορ. του αρχ. βλήχων - γλήχων
Το φλισκούνι, βότανο με αρωματικές ιδιότητες και τονωτικές