Βρέθηκε το λήμμα
λουμπούτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Χοντρό στειλιάρι

  2. μτφ. γερός ξυλοδαρμός

    • -Έφαγι λουμπούτ μι κι' ουκά!
Σχετικές λέξεις
λιμπούτ' (του)