Βρέθηκε το λήμμα
λουπασμένους (ι)
  • Μαζεμένος, ήσυχος και αμίλητος

    • -Ήρθι τσι ι γέρους μ' έφτου που κάθουμ λουπασμένους, τσι μι πίρι