Βρέθηκε το λήμμα
λιέμι

Ετυμολογία: αρχ. αλάομαι = περιπλανώμαι

  • Τριγυρνάω, περιφέρομαι άσκοπα

    • -Πού να λιέτι ούλου έφτου του μουρουθήτσ';

    • -Ήβγινι όξου μες στου πιρβόλ' τσι λιόντου τσ' έφκιανι, λουγιώ - λουγιώ δ'λειές

    • -Πού λιόσαν τσι κόσιβγις ούλ' κ' μέρα μπρε άθρουπι; Έφαγα του κόσμου να σι γυρεύγου!
Σχετικές λέξεις
λιώμι