Βρέθηκε το λήμμα
λουβιάρ'ς (ι)
  1. Ο άρρωστος από λώβα, ο λεπρός

  2. Ύβρις (κακομοίρης, λουβοκομμένος, αποκρουστικός)

    • -Πού κουπρουσ'λιά'ζς μπρε λουβιάρ';