Βρέθηκε το λήμμα
λότινα
  1. Παλιά, προυτ'νά

  2. Γυναίκα αφηρημένη

  3. Εντελώς, ολωσδιόλου

    • -Λότινα είσι = είσαι αφηρημένη

    • -Του δίν λότινα = το δίνει όλο