Βρέθηκε το λήμμα
λουβιάζου
  1. Προσβάλλομαι ή πάσχω από λούβα (λέπρα)

  2. Καταπέφτω (όπως ο λεπρός), είμαι ράκος, έχω τα χάλια μου (από κούραση, κρύο, ξύλο, φτώχια, αρρώστια)

    • -Τι χ'μώνας ήντου έιτουτους, λουβιάσαμι απ' του κρύου!
  3. μτφ. δέρνω κάποιον άσχημα, τσακίζω στο ξύλο

    • -Ντα μαζί μπε εν είμαστι τσ' άλλις που κόντιψι α μας λουβιάσ' έιδου χάμ';

    • -Α σι λουβιάσου κατσπουδιάρκου, άμα σι πιάσου