Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Προσβάλλομαι ή πάσχω από λούβα (λέπρα)
Καταπέφτω (όπως ο λεπρός), είμαι ράκος, έχω τα χάλια μου (από κούραση, κρύο, ξύλο, φτώχια, αρρώστια)
μτφ. δέρνω κάποιον άσχημα, τσακίζω στο ξύλο